- φαιδροείμων
- φαιδρο-είμων, ον, gen. ονος, ([etym.] εἷμα)A in bright attire, Agath.5.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαιδροείμων — όειμον, Α (ποιητ. τ.) ο λαμπρά ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. μελανο είμων] … Dictionary of Greek
φαιδροείμονες — φαιδροείμων in bright attire masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek